- δέμνια
- δέμνιονbedsteadneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δέμνι' — δέμνια , δέμνιον bedstead neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέμνιον — δέμνιον, το (Α) 1. (συνήθως στον πληθ., δέμνια) στρώμα, κρεβάτι 2. (γενικά) το κρεβάτι, η κλίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται είτε για παράγωγο τού δέω, δω «δένω» (< δέμα ή *δέμαρ), πράγμα στο οποίο συντείνει το συνθ. κρήδεμνον, είτε… … Dictionary of Greek
κρεβάτι — Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του… … Dictionary of Greek
μεταδέμνιος — μεταδέμνιος, ίη, ον (Α) αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι, στο στρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δέμνιος (< δέμνια «κλίνη, στρώμα»), πρβλ. ομο δέμνιος, φυγο δέμνιος] … Dictionary of Greek
dē- : dǝ- and dēi-, dī- — dē : dǝ and dēi , dī English meaning: to bind Deutsche Übersetzung: “binden” Note: Root dē : dǝ and dēi , dī : “to bind” derived from du̯ai , du̯ei , stems of Root du̯ō(u) : “two” meaning “bind in two” Material: O.Ind. dy áti… … Proto-Indo-European etymological dictionary